dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φορολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besteuerung
Ⓦ
Ⓖ
…
φορολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Steuerwesen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φορολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steuer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)