dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ντίζελ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Diesel
Ⓦ
Ⓖ
…
ντίζελ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dieselkraftstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)