dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αντιπολίτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Opposition
Ⓦ
Ⓖ
…
αντιπολίτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
politische Opposition
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)