dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ντάμπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dumping
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανατροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Dumping
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
εφαρμόζω πρακτική ντάμπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dumping betreiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τιμή κάτω του κόστους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dumpingpreis
Ⓦ
Ⓖ
…
κοινωνικό ντάμπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sozialdumping
Ⓦ
Ⓖ
…