dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
φαινόμενο Τσερενκόφ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tscherenkow-Effekt
Ⓦ
Ⓖ
…