dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τεντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
strecken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τεντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausdehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τεντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τεντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausstrecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sperrangelweit aufmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τεντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlängern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)