dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ακούραστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unermüdlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αβάρετος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unermüdlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιάπτωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unermüdlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ακάματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unermüdlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ακαταπόνητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unermüdlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άοκνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unermüdlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ενδελεχής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unermüdlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χαλκέντερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unermüdlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)