dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πρίσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gesichtspunkt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πρίσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Blickwinkel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πρίσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Licht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πρίσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Prisma
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)