dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εφάπαξ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf einmal
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
εφάπαξ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pauschal
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εφάπαξ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pauschale
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εφάπαξ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abfertigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εφάπαξ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pauschal-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εφάπαξ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abfindung
Ⓦ
Ⓖ
…