dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
γίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entstehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stattfinden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
passieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gar werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reif werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hergestellt werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reifen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)