dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
οξύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verschärfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
οξύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gären
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οξύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sauer werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οξύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich schärfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οξύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verhärten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οξύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zuspitzen
Ⓦ
Ⓖ
…