dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich eingraben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich einmischen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hineindrängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlüpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich kuscheln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich vergraben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verstecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stecken bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untertauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschwinden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hineindrängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verkriechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)