dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δανείζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δανεισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δανείζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leihen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)