dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schutz suchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προστατεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schutz suchen
Ⓦ
Ⓖ
…