dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συνδέομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ankoppeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συνδέομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine Beziehung haben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συνδέομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνδέομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eingreifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνδέομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Verbindung stehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνδέομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich einblenden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνδέομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verbinden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)