dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναπαύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ausruhen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναπαύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναπαύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pausieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναπαύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναπαύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ruhen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)