dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προσέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hüten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φυλάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hüten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φυλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hüten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
προφυλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προφυλάσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φυλάγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φυλάσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φυλάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προφυλάσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhüten
Ⓦ
Ⓖ
…