dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τεχνητή αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wiederbelebung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τεχνητή αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beatmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τεχνητή αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
künstliche Beatmung
Ⓦ
Ⓖ
…