dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τύρφη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Torf
Ⓦ
Ⓖ
…
ποάνθρακας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Torf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
έλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Torf
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)