dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προσωποληπτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Partei ergreifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσωποληπτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
parteiisch sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσωποληπτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
parteiisch sei
Ⓦ
Ⓖ
…