dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bummeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herumbummeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anglotzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glotzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λογοτ.
χαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untätig sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verblöden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zeit totschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stieren
Ⓦ
Ⓖ
…