dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αριστούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belobigt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αριστούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Musterschüler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αριστούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Spitzen-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αριστούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vorzugs-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αριστούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorzugsschüler
Ⓦ
Ⓖ
…