dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απειλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedrohen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
θέτω σε κίνδυνο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedrohen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κραδαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedrohen
Ⓦ
Ⓖ
…