dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
βούρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Dreckloch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βούρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gosse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βούρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pfuhl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βούρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schlamm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βούρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sumpf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βούρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Moor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βούρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Morast
Ⓦ
Ⓖ
…