dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαψεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widersprechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαψεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαψεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dementieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαψεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
falsifizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαψεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abstreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαψεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Abrede stellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)