dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προσκτώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσκτώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verschaffen
Ⓦ
Ⓖ
…