dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
άπτομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
antasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
άπτομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berühren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
άπτομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betreffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
άπτομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
greifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
άπτομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)