dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
χρωματιστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
farbig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
έγχρωμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
farbig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χρωματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
farbig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)