dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αμοιβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lohn
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αμοιβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Belohnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αμοιβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Entgelt
Ⓦ
Ⓖ
…
αμοιβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gebühr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αμοιβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gehalt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αμοιβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vergütung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αμοιβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entschädigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αμοιβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gabe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αμοιβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Honorar
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)