dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
αιωνόβιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hundertjähriger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αιωνόβιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
uralt
Ⓦ
Ⓖ
…