dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σύντροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Genosse
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σύντροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kamerad
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σύντροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kollegin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύντροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lebensgefährte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύντροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Partner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύντροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ehepartner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύντροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geselle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύντροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kollege
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)