dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βελτιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbessern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βελτιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufbessern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βελτιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachbessern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βελτιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
optimieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βελτιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich bessern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βελτιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verfeinern
Ⓦ
Ⓖ
…