dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αντιμετωπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντιμετωπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegenübertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντιμετωπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konfrontiert werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντιμετωπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konfrontieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντιμετωπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fertig werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντιμετωπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bewältigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντιμετωπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konfrontiert sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντιμετωπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich konfrontieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντιμετωπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entgegentreten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)