dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
Δανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Däne
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίρρημα
δίπλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
daneben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δίπλα από
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
daneben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
παράπλευρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
daneben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αστοχώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
daneben schlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παράκειμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
danebenliegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
παράπλευρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
danebenliegend
Ⓦ
Ⓖ
…
Δανία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dänemark
Ⓦ
Ⓖ
…