dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kochen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
garen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
köcheln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sieden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gären
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)