dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συντηρητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konservativ
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
συντηρητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συντηρητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konservierungs-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συντηρητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συντηρητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsichtig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)