dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schutz suchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καταφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flüchten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
greifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich behelfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zuflucht suchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückgreifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsprechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
καταφεύγω σε αυτοβοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zur Selbsthilfe greifen
Ⓦ
Ⓖ
…