dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μέλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Glied
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μέλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mitglied
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μέλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angehörige
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μέλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gesang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μέλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teilnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)