dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εξελίσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich entwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξελίσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abrollen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξελίσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich anbahnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξελίσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξελίσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich mausern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξελίσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich weiterentwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξελίσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξελίσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich gestalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)