dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
έμπιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuverlässig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
έμπιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
seriös
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
έμπιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
treu
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
εμπιστοσύνη στο θεό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gottvertrauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εμπιστοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vertrauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμπιστοσύνη αξιοπιστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuverlässigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμπιστοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuverlässigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
εμπιστοσύνη πεποίθηση βεβαιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuversicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμπιστοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuversicht
Ⓦ
Ⓖ
…