dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abfinden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Kompromiss schließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auseinandersetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich auseinandersetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Einklang stehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abfinden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich arrangieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich vereinbaren lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich vergleichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich versöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückstecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich einigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einigen sich
Ⓦ
Ⓖ
…