dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
κουρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haare schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
κουρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Haare schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…