dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schnappen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besudeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eintauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hechten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitgehen lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stehlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stibitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tunken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untergehen lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untertauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)