dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αντικαθιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ersetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντικαθιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντικαθιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
substituieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντικαθιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντικαθιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einspringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντικαθιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
austauschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντικαθιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tauschen
Ⓦ
Ⓖ
…