dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δράμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schauspiel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θέαμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schauspiel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)