dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καυγαδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαπληκτίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καβγαδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συζητώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τσακώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τσουγκρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρώγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντιδικώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φιλονικώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)