dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
απαραίτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nötig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απαραίτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
notwendig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απαραίτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erforderlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απαραίτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbedingt notwendig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απαραίτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unentbehrlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απαραίτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerlässlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απαραίτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebenswichtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απαραίτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbedingt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απαραίτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unverzichtbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απαραίτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wesentlich
Ⓦ
Ⓖ
…