dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
πονοκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kopfschmerzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πονοκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kopfweh
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πονοκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sorge
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πονοκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kopfschmerz
Ⓦ
Ⓖ
…