dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
ξαγορεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausloten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαγορεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαγορεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belehren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαγορεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sondieren
Ⓦ
Ⓖ
…