dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παντόφλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Latschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
παλιοπάπουτσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Latschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σέρνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
latschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)